- ερυθρομέλας
- -αινα, -αν (Μ ἐρυθρομέλας, -αινα, -αν)1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + μέλας «μαύρος»].
Dictionary of Greek. 2013.